- ἰσήρεις
- ἰσήρηςmasc/fem acc plἰσήρηςmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισήρης — ἰσήρης, ες (Α) ἴσος («νικᾱν ἰσήρεις ὅστις ἂν ψήφους λάβῃ» να κερδίζει τη δίκη όποιος πάρει ίσους ψήφους, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ήρης (Ι)*] … Dictionary of Greek